Στύβω στα πολωνικά

Μετάφραση: στύβω, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przeciskać, zgniot, pchać, wyciskać, stłoczyć, wciskać, ciżba, uściśnięcie, cisnąć, ścisnąć, wyżymać, zgniatać, ukręcić, wtłaczać, wykręcać, wyściskać, ściśnięcie, ściskać, uścisk, Squeeze
Στύβω στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στύβω

στύβω ορθογραφία, στύβω κλιση, στύβω ή στίβω, στύβω πορτοκαλια, στύβω λεμονια, στύβω λεξικό γλώσσας πολωνικά, στύβω στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • στόμιο στα πολωνικά - otwór, japa, buzia, wyjście, usta, dzióbek, paszcza, ...
  • στόχος στα πολωνικά - kierowanie, tarcza, cel, obiekt, docelowy, docelowa
  • στύλος στα πολωνικά - sonda, maniera, fason, słup, lęgnia, pióro, moda, ...
  • συγγενής στα πολωνικά - powinowata, krewny, pokrewny, względny, krewna, relatywny, stosunkowy, ...
Τυχαίες λέξεις
Στύβω στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: przeciskać, zgniot, pchać, wyciskać, stłoczyć, wciskać, ciżba, uściśnięcie, cisnąć, ścisnąć, wyżymać, zgniatać, ukręcić, wtłaczać, wykręcać, wyściskać, ściśnięcie, ściskać, uścisk, Squeeze