Umocowywać στα ελληνικά

Μετάφραση: umocowywać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσδένω, χερσότοπος
Umocowywać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • defloracja στα ελληνικά - διακόρευση, εκπαρθένευση, defloration
  • epidemiologiczny στα ελληνικά - επιδημιολογικές, επιδημιολογικά, επιδημιολογική, επιδημιολογικής, επιδημιολογικών
  • folgowanie στα ελληνικά - επιείκεια, lenience, τη επιείκεια, ηπιότητα, ανεκτικότητα
  • foyer στα ελληνικά - φουαγιέ, φουαγέ, προθάλαμο, φουαγιέ του
Τυχαίες λέξεις
Umocowywać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσδένω, χερσότοπος