Λέξη: οινόπνευμα

Σχετικές λέξεις: οινόπνευμα

οινόπνευμα καθαρό τιμή, οινόπνευμα καθαρό, οινόπνευμα στο αυτί, οινόπνευμα τιμή, οινόπνευμα στα αγγλικά, οινόπνευμα για ποτά, οινόπνευμα στο home button, οινόπνευμα εντριβής, οινόπνευμα ποτοποιίας, οινόπνευμα για λικέρ

Συνώνυμα: οινόπνευμα

υγρό, πνεύμα, ζωή, ψυχή, διάθεση, φρόνημα

Μεταφράσεις: οινόπνευμα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
alcohol, spirit, of alcohol, spirits
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
alcohol, espíritu, el espíritu, espíritu de, alcohol de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
alkohol, Geist, Geistes, Geiste, Sinne
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
alcool, esprit, l'esprit, esprit de
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
alcool, spirito, lo spirito, spirito di, dello spirito, anima
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
álcool, álcoois, espírito, espírito da, espírito de, o espírito, espiritual
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
alcohol, drank, geest, de geest, geest van, de geest van, gedistilleerde
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
алкоголь, спирт, хмельное, дух, духа, духом, духе
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
alkohol, alkoholer, ånd, spirit, ånden, Ånds, Åndens
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
alkohol, sprit, ande, anda, andan, anden
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
viina, alkoholijuoma, alkoholi, väkijuoma, henki, hengessä, hengen, spirit, henkeä
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
alkohol, ånd, ånden, Aand
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
líh, alkohol, duch, ducha, spirit, duše
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
alkohol, duch, spirytus, dusza, ducha, duchem
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
alkohol, szellem, szellemében, lélek, szellemét, szelleme
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
alkol, ruh, ruhu, spirit, ruhunu, ruhunun
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
спирт, алкогольний, алкоголь, дух, подих
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
alkohol, shpirt, frymë, fryma, shpirti, frymën
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
алкохол, спирт, дух, духа, спиртна, духът
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дух
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
etanool, alkohol, vaim, vaimus, vaimu, vaimuga, mõttega
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
alkohol, alkohola, duh, Duha, Spirit, duhu, duhom
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
áfengi, anda, andi, Spirit, andinn
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
alkoholis, dvasia, spiritinis, dvasią, dvasios
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
alkohols, spirti, gars, garu, spirts, alkoholisks, stiprais alkoholiskais
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
алкохол, духот, дух
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
alcool, spirit, spiritul, duh, spiritului, duhul
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
alkohol, líh, duh, duha, žganje, žgana
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
alkohol, duch, ducha

Στατιστικά δημοτικότητας: οινόπνευμα

Τυχαίες λέξεις