Λέξη: ιεραπόστολος

Σχετικές λέξεις: ιεραπόστολος

ιεραπόστολος ταινία, ο ιεραπόστολοσ

Μεταφράσεις: ιεραπόστολος

ιεραπόστολος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
missionary, a missionary, missionary in

ιεραπόστολος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
misionero, misionera, misional, misioneros, misionario

ιεραπόστολος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
missionar, Missionar, Missions, missionarischen, missionarische, Missionars

ιεραπόστολος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
député, ambassadeur, messager, missionnaire, missionnaires

ιεραπόστολος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
missionario, missionaria, missionari, missione

ιεραπόστολος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
missão, missionário, missionária, missionários

ιεραπόστολος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
missionaris, zendeling, zendingswerk, missionaire, zending

ιεραπόστολος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
миссионерский, миссионер, посланец, проповедник, посланник, миссионером, миссионерская, миссионерской, миссионерское

ιεραπόστολος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
misjonær, misjons, misjonæren

ιεραπόστολος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
missionär, missions, missionärs, missionären

ιεραπόστολος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lähetyssaarnaaja, lähetystyön, lähetyssaarnaajana, lähetyssaarnaajan, lähetystyötä

ιεραπόστολος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
missionær, missionering, missionske, missioneringen

ιεραπόστολος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
posel, misionář, misijní, misionářem, misionářská, misionářské

ιεραπόστολος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
misyjny, misjonarski, misjonarz, poseł, misjonarzem, misyjna, misyjne

ιεραπόστολος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
misszionárius, missziós, misszionáriusi, a misszionáriusi, misszionáriusnak

ιεραπόστολος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
misyoner, misyonerlik, misyonerlerin, misyon, bir misyoner

ιεραπόστολος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
покликання, відрядження, місія, доручення, місіонер, місіонера

ιεραπόστολος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
misionar, misionare, misionari, misionar i, misionari i

ιεραπόστολος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мисионер, мисионерска, мисионерската, мисионерско, мисионери

ιεραπόστολος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
місіянер

ιεραπόστολος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
misjonär, misjonäri, misjonitöö, misjonärina, misjonitööd

ιεραπόστολος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
misionar, misionarski, misijska, misionarska, misijsko

ιεραπόστολος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
trúboði, trúboðinn, trúboðar, trúboða

ιεραπόστολος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
misionierius, misionierių, misionieriaus, misionieriumi, misionieriškas

ιεραπόστολος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
misionārs, misionāru, misionāra, misijas

ιεραπόστολος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
мисионерска, мисионер, мисионерски, мисионерската, мисионерско

ιεραπόστολος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
misionar, misionară, misionare, misionara, misionari

ιεραπόστολος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
misijonar, missionary, misijonarski, misijonska, misijonsko

ιεραπόστολος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
misionár, misionárom, misionára, misioná
Τυχαίες λέξεις