Umywać στα ελληνικά

Μετάφραση: umywać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλύνω, πλένω, πλύσιμο, πλύση, πλύσης, πλύσεως, πλυσίματος
Umywać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • autografia στα ελληνικά - αυτόγραφο, αυτόγραφό, το αυτόγραφό, αυτόγραφου, το αυτόγραφο
  • dobrowolnie στα ελληνικά - εκουσίως, εθελοντικά, εκούσια, ελεύθερα, ελεύθερη, ελεύθερης, ελευθέρως, ...
  • góral στα ελληνικά - ορειβάτης, Mountaineer, ορειβάτη, ορεσίβιος, αλπινιστής
  • hierarchiczny στα ελληνικά - ιεραρχική, ιεραρχικό, ιεραρχικής, ιεραρχικές, ιεραρχικά
Τυχαίες λέξεις
Umywać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλύνω, πλένω, πλύσιμο, πλύση, πλύσης, πλύσεως, πλυσίματος