Upór στα ελληνικά
Μετάφραση: upór, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιμονή, εμμονή, πείσμα, το πείσμα, ισχυρογνωμοσύνη, πείσματος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- agregować στα ελληνικά - συσσωμάτωμα, συνολικός, σύνολο, συνολικό, συνολική, συνολικά
- bełtać στα ελληνικά - κινούμαι, ανακατεύω, πλατσουρίζω, μπερδεύω, κινώ, πιτσιλίζω, συγχέω, ...
- bromek στα ελληνικά - βρωμιούχο, βρωμίδιο, βρωμιούχου, βρωμιδίου, το βρωμιούχο
- dziadziuś στα ελληνικά - παππούς, Παππού, ο παππούς, grandpa, τον παππού
Τυχαίες λέξεις
Upór στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιμονή, εμμονή, πείσμα, το πείσμα, ισχυρογνωμοσύνη, πείσματος
Μεταφράσεις: επιμονή, εμμονή, πείσμα, το πείσμα, ισχυρογνωμοσύνη, πείσματος