Πείσμα στα πολωνικά

Μετάφραση: πείσμα, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
upór, zawziętość, uporczywość, uporem, uporu, stubbornness
Πείσμα στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πείσμα

πείσμα ορισμός, πείσμα τσαλιγοπούλου lyrics, πείσμα και παιδί, πείσμα συνώνυμα, πείσμα παιδί, πείσμα λεξικό γλώσσας πολωνικά, πείσμα στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • πείνα στα πολωνικά - żądza, łaknienie, pożądanie, głód, głodu, głodem, głodowy
  • πείραμα στα πολωνικά - eksperyment, eksperymentowanie, eksperymentować, próba, doświadczenie, doświadczać, eksperymentu, ...
  • πεδίο στα πολωνικά - domena, zagon, dziedzina, pole, łan, teren, boisko, ...
  • πεδιάδα στα πολωνικά - oczywisty, wyraźny, przeciętny, zwykły, równina, nizina, jasny, ...
Τυχαίες λέξεις
Πείσμα στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: upór, zawziętość, uporczywość, uporem, uporu, stubbornness