Upłynniać στα ελληνικά

Μετάφραση: upłynniać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πουλώ, εκποιώ, υγροποιώ, τήκομαι, τήκω, liquefy, υγροποιήσουν
Upłynniać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • anormalny στα ελληνικά - ανώμαλος, ασυνήθης, ανώμαλη, μη φυσιολογική, μη φυσιολογικές
  • bukłak στα ελληνικά - γδέρνω, δέρμα, προβιά, κατσίκας, δέρμα κατσίκας, από δέρμα κατσίκας, αιγός, ...
  • błahość στα ελληνικά - επιπολαιότητα, inconsequence
Τυχαίες λέξεις
Upłynniać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πουλώ, εκποιώ, υγροποιώ, τήκομαι, τήκω, liquefy, υγροποιήσουν