Λέξη: δρομάκι
Σχετικές λέξεις: δρομάκι
δρομάκι ξάνθη, δρομάκι αίγινα
Συνώνυμα: δρομάκι
δεντροστοιχία, δίοδος, δρομίσκος, πάροδος
Μεταφράσεις: δρομάκι
δρομάκι στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
lane, alley, street, side street, path, the alley
δρομάκι στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
vereda, calle, camino, callejón, calleja, callejón de, callejon, callejuela, alley
δρομάκι στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
spur, fahrspur, fahrbahn, gasse, weg, Gasse, Bahn, alley, Allee, Platz
δρομάκι στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
route, sphère, trajet, chemin, file, voie, itinéraire, ruelle, acheminement, allée, pétanque, de pétanque, piste
δρομάκι στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
vicolo, viuzza, sentiero, strada, pista, alley, pista da, bocce
δρομάκι στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pista, paisagem, beco, ruela, aléia, alley
δρομάκι στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
steeg, laan, steegje, alley, boules baan
δρομάκι στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
тропа, тропинка, закоулок, улочка, переулок, рядность, проход, аллея, Alley, аллеи, аллее
δρομάκι στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
strede, smug, alley, hall, bakgate, bakgaten
δρομάκι στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
gränd, gränden, alley, Bana
δρομάκι στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ajokaista, reitti, kaista, kuja, rata, alley, kujalla, kujalle, kujan
δρομάκι στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
stræde, bane, gyde, alley, gyden
δρομάκι στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
dráha, cesta, trať, ulička, trasa, alej, aleje, alley, uličce
δρομάκι στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
uliczka, dróżka, ścieżka, zaułek, drożyna, aleja, tor, alejka, droga, alley, alei
δρομάκι στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
átjáró, köz, sikátor, fasor, sikátorban, sikátorba
δρομάκι στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
geçit, Alley, sokak, salonu, salonuna
δρομάκι στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
прибій, алея, аллея, алею
δρομάκι στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rrugicë, Alley, krye, rrugicë të, aleati
δρομάκι στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
алея, уличка, улица, алеята
δρομάκι στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
алея, аллея
δρομάκι στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
allee, Alley, jalgrattalaenutus, alleel, kuja
δρομάκι στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
putanja, uličica, staza, putić, drvored, uličici, sokak, aleja, teren za ispucavanje
δρομάκι στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sundið, Alley, hlaupastígur, eða kanóar, húsasund
δρομάκι στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
alėja, Alley, snieglentėmis, skersgatvis, gatvelė
δρομάκι στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
aleja, ar kalnu, motorlaivu, ar motorlaivu
δρομάκι στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
сокак, алејата, сокакот, алеја, калдрмата
δρομάκι στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
străduţă, alee, alee de, pistă, pistă de, aleea
δρομάκι στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
alej, proga, pas, alley, kegljišče, kegljanje, za kegljanje, kegljanje kegljišče
δρομάκι στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pruh, dráha, ulička, alej, aleja
Τυχαίες λέξεις