Λέξη: αποδείξεις

Σχετικές λέξεις: αποδείξεις

αποδείξεις 2014, αποδείξεις μαθηματικών κατεύθυνσης γ λυκείου 2013, αποδείξεις εφορίας 2014, αποδείξεις 2013, αποδείξεις μαθηματικών κατεύθυνσης γ λυκείου 2014, αποδείξεις δαπανών, αποδείξεις εφορίας 2013, αποδείξεις φαρμακείων 2014, αποδείξεις 2014 φορολογική δήλωση, αποδείξεις για το 2013, αποδείξεις 2011, αποδείξεις 2012, φορολογική δήλωση αποδείξεις

Μεταφράσεις: αποδείξεις

αποδείξεις στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
evidence, proof, receipts, proofs, evidence of

αποδείξεις στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
declaración, probanza, evidencia, prueba, pruebas, evidencias, la evidencia

αποδείξεις στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
beleg, hinweis, beweis, anzeichen, zeugnis, beweisen, zeugenaussage, Beweis, Evidenz, Beleg, Beweise, Nachweis

αποδείξεις στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
témoignage, document, prouver, démontrer, évidence, démonstration, preuve, certificat, argument, preuves, éléments de preuve, la preuve, des preuves

αποδείξεις στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
dimostrazione, evidenza, testimonianza, prova, prove, elementi di prova, evidenze

αποδείξεις στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
constatar, evidenciar, provar, evidência, prova, provas, evidências, elementos de prova

αποδείξεις στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bewijzen, adstrueren, teken, getuigenis, waarmaken, staven, bewijsmateriaal, bewijs, aanwijzingen, gegevens

αποδείξεις στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
доказывать, показание, данные, доказательство, свидетельство, очевидность, улика, основание, доказательства, доказательств, свидетельства

αποδείξεις στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bevis, bevis for, tegn, dokumentasjon

αποδείξεις στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bevis, tecken, bevisning, belägg, bevis för

αποδείξεις στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
oire, näyttää toteen, ilmentää, osoitus, näyttö, osoittaa, todistaa, todistusaineisto, todiste, näyttöä, todisteita, todisteet, näyttöä siitä

αποδείξεις στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
dokumentation, beviser, bevismateriale, bevis, tegn

αποδείξεις στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
svědectví, důkaz, evidence, doklad, důkazy, důkazů

αποδείξεις στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
unaoczniać, zeznanie, unaocznić, oznaka, oczywistość, dowód, dane, świadectwo, dowody, dowodów

αποδείξεις στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bizonyíték, bizonyítékok, bizonyítékot, bizonyítékokat, bizonyítékokkal

αποδείξεις στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kanıtlamak, ispat, kanıt, delil, kanıtlar, kanıtı, kanıta

αποδείξεις στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
свідчення, очевидність, доказ, свідоцтво, посвідчення, свідоцтва

αποδείξεις στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dëshmi, evidencë, prova, provë, prova të

αποδείξεις στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
доказателства, доказателство, данни

αποδείξεις στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сведчанне, пасведчанне, сьведчаньне, пасьведчаньне

αποδείξεις στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tõendus, tõend, tõendeid, tõendid, tõendite

αποδείξεις στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dokaz, trag, dokazi, dokazati, razjasniti, dokaza, dokaze, dokazima

αποδείξεις στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
vísbendingar, sönnunargögn, sönnun, bendir, sannanir

αποδείξεις στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
argumentum, testimonium, indicium

αποδείξεις στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įrodymas, įrodymų, įrodymai, įrodymus

αποδείξεις στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pierādīt, pierādījums, liecība, pierādījumi, pierādījumu

αποδείξεις στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
докази, доказ, доказите, докази за, евиденција

αποδείξεις στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
dovadă, dovezi, probe, dovada, probelor

αποδείξεις στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
záznam, evidence, dokazi, dokazov, dokaz, dokazila

αποδείξεις στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dôkaz, záznam, dôkazy, dôkaz o, dôkaz o tom, doklad

Στατιστικά δημοτικότητας: αποδείξεις

Τυχαίες λέξεις