Upełnomocnić στα ελληνικά

Μετάφραση: upełnomocnić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξουσιοδοτώ, παραγγελία, διαπιστεύω, παραγγέλλω, εξουσιοδότηση, ενδυνάμωση, ενδυναμώσει, εξουσιοδοτούν, εξουσιοδοτήσει, ενδυνάμωση των
Upełnomocnić στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bezwyrazowy στα ελληνικά - ανέκφραστα, ανέκφραστο, ανέκφραστος, ανέκφραστη, expressionless
  • cywil στα ελληνικά - πολίτης, πολιτικός, μη στρατιωτικών, άμαχου, μη στρατιωτικής
  • hegemon στα ελληνικά - ηγήτορας, ηγεμόνας, αρχηγός, ηγέτης, ηγεμόνα, ηγεμονία, ηγεμονίας
  • hydroponika στα ελληνικά - υδροπονική, υδροπονία, υδροπονίας, υδροπονικές, υδροπονικές καλλιέργειες
Τυχαίες λέξεις
Upełnomocnić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξουσιοδοτώ, παραγγελία, διαπιστεύω, παραγγέλλω, εξουσιοδότηση, ενδυνάμωση, ενδυναμώσει, εξουσιοδοτούν, εξουσιοδοτήσει, ενδυνάμωση των