Upełnomocniać στα ελληνικά
Μετάφραση: upełnomocniać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξουσιοδοτώ, παραγγελία, παραγγέλλω, διαπιστεύω, εξουσιοδότηση, ενδυνάμωση, ενδυναμώσει, εξουσιοδοτούν, εξουσιοδοτήσει, ενδυνάμωση των
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bębnowanie στα ελληνικά - πέφτοντας, ανατροπής, ανατροπή, tumbling, ανακάτεμα
- dodawanie στα ελληνικά - πρόσμειξη, πρόσθεση, Επιπλέον, προσθήκη, Εκτός, προσθήκης
- glosariusz στα ελληνικά - λεξιλόγιο, γλωσσάριο, Γλωσσάρι, Γλωσσάρι Α, γλωσσαρίου, γλωσσάριου
- gros στα ελληνικά - χοντρός, αισχρός, ακαθάριστος, πλειονότητα, πρόστυχος, ακαθάριστο, ακαθάριστα, ...
Τυχαίες λέξεις
Upełnomocniać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξουσιοδοτώ, παραγγελία, παραγγέλλω, διαπιστεύω, εξουσιοδότηση, ενδυνάμωση, ενδυναμώσει, εξουσιοδοτούν, εξουσιοδοτήσει, ενδυνάμωση των
Μεταφράσεις: εξουσιοδοτώ, παραγγελία, παραγγέλλω, διαπιστεύω, εξουσιοδότηση, ενδυνάμωση, ενδυναμώσει, εξουσιοδοτούν, εξουσιοδοτήσει, ενδυνάμωση των