Λέξη: συνοδεία

Σχετικές λέξεις: συνοδεία

συνοδεία στο πιάνο, συνοδεία στην ελλάδα, συνοδεία υψηλών προσώπων, γυναικεία συνοδεία, συνοδεία εγχόρδων, συνοδεία πλοίων, συνοδεία προσώπων, συνοδεία του διονύσου

Συνώνυμα: συνοδεία

νηοπομπή, φάλαγγα, συνοδός, καβαλιέρος, πομπή, ακολουθία, λιτανεία, πορεία, ασφαλές διαβατήριο, ασφάλεια διαβάσεως, υπόκρουση

Μεταφράσεις: συνοδεία

συνοδεία στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
accompaniment, escort, convoy, entourage, accompanied

συνοδεία στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
acompañamiento, de acompañamiento, el acompañamiento, acompañamiento de, acomp

συνοδεία στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
begleitung, Begleitung, Begleit, Begleitungs

συνοδεία στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
compagnie, supplément, cortège, suite, accompagnement, escorte, l'accompagnement, un accompagnement, d'accompagnement, accompagner

συνοδεία στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
accompagnamento, base, Begleitung, Musica, l'accompagnamento

συνοδεία στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
acompanhamento, de acompanhamento, o acompanhamento, acompanhamento de, do acompanhamento

συνοδεία στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
accompagnement, begeleiding, begeleiding Bezetting

συνοδεία στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сопровождение, аккомпанемент, дополнение, аккомпанемента, сопровождением, сопровождения

συνοδεία στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ledsagelse, akkompagnement, akkompagnementet, følges, følgesvennen

συνοδεία στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ackompanjemang, ackompanjemanget, komp, ackompanjemangs, komplement

συνοδεία στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
myötäily, saattaminen, säestys, säestyksellä, säestystä, säestyksen, lisä

συνοδεία στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
akkompagnement, akkompagnementet, Accompaniment, ledsagelse, akkompagnements

συνοδεία στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
doprovod, příloha, doprovodu, doprovodem, doplňkem, doprovázení

συνοδεία στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dodatek, rozszerzenie, towarzyszenie, wtór, akompaniament, akompaniamentu

συνοδεία στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kíséret, kísérettel, kísérője, kíséretet, kíséretében

συνοδεία στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
eşlik, eşliğinde, refakat, eşlikli, eşliği

συνοδεία στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
супровід, супроводження, доповнення

συνοδεία στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
shoqërim, shoqërimi, shoqërim i, shoqërimit, shoqërimin

συνοδεία στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
съпровод, акомпанимент, придружаване, съпровод на, акомпанимент на

συνοδεία στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
суправаджэнне

συνοδεία στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
saade, eskort, saatel, lisandina, saatega, kaaslane

συνοδεία στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
uz, prate, pratnja, pratnju, pratnjom, pratnje, praćenje

συνοδεία στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
undirleik, fylgifiskur

συνοδεία στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
akompanimentas, lydimas, palydėjimas, lydėjimas, palydos

συνοδεία στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pavadījums, pavadījumā, papildinājums, pavadījumu, pavadība

συνοδεία στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
придружба, придружник, придружени, придружба на, придружен

συνοδεία στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
acompaniament, acompaniament de, însoțire, acompaniamentul, de acompaniament

συνοδεία στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
spremljava, spremljavo, spremstvo, spremljave, spremstva

συνοδεία στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sprievod, doprovod, sprevádzanie, vlakový
Τυχαίες λέξεις