Upozorowywać στα ελληνικά

Μετάφραση: upozorowywać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλαστογραφία, κάλπικος, πλαστός
Upozorowywać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aloes στα ελληνικά - αλόη, Aloe, αλόης, Η Αλόη, την αλόη
  • bojkot στα ελληνικά - μποϋκοτάρω, μποϋκοτάζ, μποϊκοτάζ, μποϊκοτάρισμα, αποκλεισμό, το μποϊκοτάζ
  • dysonansowy στα ελληνικά - παράφωνος, παράφωνες, ασύμφωνος, διάφωνα, παράφωνο
  • ichtiologia στα ελληνικά - ιχθυολογία, Ιχθυολογίας, η ιχθυολογία, Γεωπονίας Ιχθυολογίας, ιχθυοκομίας
Τυχαίες λέξεις
Upozorowywać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλαστογραφία, κάλπικος, πλαστός