Uspokajać στα ελληνικά
Μετάφραση: uspokajać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επουλώνω, συγκροτώ, ήσυχος, σωπαίνω, καθησυχάζω, συνθέτω, μετριοπαθής, σιωπή, κατευνάζω, σταθερός, ησυχασμός, άνεση, αποτελώ, ήρεμος, σιγή, καταπραΰνω, καθησυχάσει, καθησυχάσω, διαβεβαιώσω, διαβεβαιώσει, καθησυχάσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- afiliacja στα ελληνικά - ασφάλισης, υπαγωγή, υπαγωγής, την υπαγωγή, η υπαγωγή
- eklezjastyczny στα ελληνικά - εκκλησιαστικός, εκκλησιαστική, εκκλησιαστικής, εκκλησιαστικά, εκκλησιαστικών
- era στα ελληνικά - εποχή, εποχής, περίοδο, την εποχή, περιόδου
- hydraulicznie στα ελληνικά - υδραυλικά, υδραυλικώς, υδραυλική, υδραυλικό, υδραυλικής
Τυχαίες λέξεις
Uspokajać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επουλώνω, συγκροτώ, ήσυχος, σωπαίνω, καθησυχάζω, συνθέτω, μετριοπαθής, σιωπή, κατευνάζω, σταθερός, ησυχασμός, άνεση, αποτελώ, ήρεμος, σιγή, καταπραΰνω, καθησυχάσει, καθησυχάσω, διαβεβαιώσω, διαβεβαιώσει, καθησυχάσουν
Μεταφράσεις: επουλώνω, συγκροτώ, ήσυχος, σωπαίνω, καθησυχάζω, συνθέτω, μετριοπαθής, σιωπή, κατευνάζω, σταθερός, ησυχασμός, άνεση, αποτελώ, ήρεμος, σιγή, καταπραΰνω, καθησυχάσει, καθησυχάσω, διαβεβαιώσω, διαβεβαιώσει, καθησυχάσουν