Λέξη: παρεμποδίζω

Σχετικές λέξεις: παρεμποδίζω

παρεμποδίζω συνώνυμα, παρεμποδίζω αγγλικά

Συνώνυμα: παρεμποδίζω

αρνούμαι να προχωρήσω, δειλιάζω, σταματώ, ματαιώνω, εμποδίζω, κωλύω, φράσσω, φορμάρω, κουτσαίνω, περδουκλώνω, πεδικλώνω, περδικλώνω, χωλαίνω, δεσμεύω, επιβαρύνω, παραφορτώνω, συλλαμβάνω εις τον δρόμον, αναχαιτίζω, συλλαμβάνω στο δρόμο, διακόπτω, ανακόπτω

Μεταφράσεις: παρεμποδίζω

παρεμποδίζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
inhibit, hobble, balk, encumber, intercept, trammel

παρεμποδίζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
inhibir, cohibir, cojera, maniota, cojear, hobble, traba

παρεμποδίζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
unterdrücken, humpeln, hobble, Humpelrock, Humpelkleid

παρεμποδίζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
freiner, inhiber, refouler, défendre, inhibition, enrayer, ralentir, interdire, réprimer, entraver, modérer, boitiller, Hobble, Entraves, fourreau entravée

παρεμποδίζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
inibire, zoppicare, hobble, pastoia, arrancare

παρεμποδίζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
herde, iniba, herdar, mancar, hobble, de hobble, mancando, coxeadura

παρεμποδίζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
remmen, verhoeden, onderdrukken, weerhouden, verhinderen, beletten, hinken, strompelen, hobble, strompel, haperenheid

παρεμποδίζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
задерживать, воспрепятствовать, помешать, тормозить, подавлять, задержать, затормозить, запрещать, препятствовать, сдерживать, ковылять, хромать, путы

παρεμποδίζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hemme, hinke, hobble

παρεμποδίζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hobble

παρεμποδίζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
torjua, alistaa, nilkuttaa, kytkeä hevosen jalat, liikata, ontua

παρεμποδίζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
humpe, hobble

παρεμποδίζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zakázat, tlumit, potlačovat, zapovědět, zábrana, inhibovat, potlačit, brzdit, zpomalovat, překážet, zabraňovat, bránit, kulhat

παρεμποδίζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
powstrzymywać, wstrzymywać, zahamować, wzbraniać, hamować, powstrzymać, kuśtykać, chromanie, kuśtykanie, pętać, kuleć

παρεμποδίζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
béklyó, biceg, béklyót, akadály, megbéklyóz

παρεμποδίζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kösteklemek, aksamak, ayaklarını birbirine bağlamak, duraksama, aksama

παρεμποδίζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
шкутильгати, шкандибати

παρεμποδίζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ecje çalë-çalë, pengoj, pengore, vë pengojcë kalit, pengojcë

παρεμποδίζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
спъвам, букаи, куцам, куцукане, озадачавам

παρεμποδίζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
клыпаць, кульгаць

παρεμποδίζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kammitsema, Kammitsat, komberdama, lomberdama, kaperdama

παρεμποδίζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kočiti, spriječiti, inhibirati, zabraniti, sputati, hramanje, hramati, jako uska, uska

παρεμποδίζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hobble

παρεμποδίζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pantis, supančioti, kalbėti mirkčiojant, klibikščiuoti, kabalduoti

παρεμποδίζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ķeza, klibošana, nepatikšanas, pineklis, klibot

παρεμποδίζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
куцам

παρεμποδίζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
reprima, șchiopăta, se poticni, ezita, șchiopăteze, piedică pentru cal

παρεμποδίζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
Znižati, Hramanje

παρεμποδίζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
prekaziť, krívať, pokrivkávať, ku krívaniu
Τυχαίες λέξεις