Ustosunkować στα ελληνικά
Μετάφραση: ustosunkować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σχολιάζω, σχόλιο, σχολίου, σχόλιό, το σχόλιό, σχόλια
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bawół στα ελληνικά - βουβάλι, βουβάλου, βουβάλια, βουβάλων, βουβαλιών
- herbarz στα ελληνικά - οικόσημων, οικόσημα
- homeopata στα ελληνικά - ομοιοπαθητικός, ομοιοπαθητικό, ομοιοπαθητικού, τον ομοιοπαθητικό, ο ομοιοπαθητικός
Τυχαίες λέξεις
Ustosunkować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σχολιάζω, σχόλιο, σχολίου, σχόλιό, το σχόλιό, σχόλια
Μεταφράσεις: σχολιάζω, σχόλιο, σχολίου, σχόλιό, το σχόλιό, σχόλια