Λέξη: προνόμιο

Σχετικές λέξεις: προνόμιο

προνόμιο με κάρτα, προνόμιο ευρεσιτεχνίας, προνόμιο αφοσίωσησ, προνόμιο υγείας, προνόμιο ετυμολογια, προνόμιο της ετεροδικίας, προνόμιο υγείας εμπορική, προνόμιο υγεία, προνόμιο συνώνυμα, προνόμιο στα αγγλικά

Συνώνυμα: προνόμιο

δικαίωμα ψήφου, δικαίωμα

Μεταφράσεις: προνόμιο

προνόμιο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
franchise, prerogative, privilege, privilege of, a privilege

προνόμιο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
privilegio, prerrogativa, privilegios, privilegio de, el privilegio, de privilegios

προνόμιο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verkaufskonzession, privileg, alleinverkaufsrecht, lizenz, sonderrecht, bürgerrecht, franchise, selbstbehalt, vorrecht, konzession, Privileg, Vorrecht, Berechtigung, Privilegien

προνόμιο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
licence, concession, privilège, prérogative, privilèges, le privilège, secret, privilège de

προνόμιο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
concessione, prerogativa, privilegio, privilegi, privilegio di, il privilegio, di privilegi

προνόμιο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
privilégio, privilégios, privilégio de, privilegiar, o privilégio

προνόμιο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
preferentie, concessie, voorrecht, privilege, Privilege', privileges

προνόμιο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
льгота, привилегия, прерогатива, право, привилегией, честь, привилегий, привилегии

προνόμιο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
privilegium, rettighet, konsesjon, privilegiet, privilegier, privilegium å, rettigheten

προνόμιο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
privilegium, förmånen, förmån, privilegiet, behörighets

προνόμιο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
edustussopimus, erioikeus, erikoisetu, äänioikeus, toimilupa, etuoikeus, kunnia, etuoikeuden, etuoikeudesta, oikeus

προνόμιο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
privilegium, privilegiet, privilegier, privilegium at

προνόμιο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
privilegium, výsada, koncese, výsadou, výsadu, privilegiem

προνόμιο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ajencja, prerogatywa, licencja, przywilej, koncesja, prawo, frankowanie, zaszczyt, przywilejem, przywileju, uprawnienie

προνόμιο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kárminimum, privilégium, polgárjog, szabadságjog, kiváltság, kiváltsága, jogosultsággal, jogosultság, kiváltságot

προνόμιο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ayrıcalık, imtiyaz, ayrıcalığı, ayrıcalıktır, bir ayrıcalık

προνόμιο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
галліцизм, пільга, передумови, привілей, привілеєм

προνόμιο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
privilegj, privilegji, privilegj i, privilegjin, privilegj të

προνόμιο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
привилегия, привилегии, привилегията, поверителността

προνόμιο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прывілей, прывілея, прывілегія, прывілеем

προνόμιο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
edasimüüja, valimisõigus, eesõigus, ainumüügiõigus, eelisõigus, privileeg, privileegi, au, privilege

προνόμιο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
koncesija, prerogativa, prednost, franšiza, privilegija, povlastica, privilegij, povlasticu, privilegiju

προνόμιο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
forréttindi, forréttindi að, þau forréttindi, heiður

προνόμιο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
privilegija, privilegiją, garbė, privilegijos

προνόμιο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
prerogatīva, privilēģija, privilēģijas, privilēģiju, priekšrocība

προνόμιο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
привилегија, привилегијата, привилегии, привилегија да, привилегијата да

προνόμιο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
privilegiu, privilegiul, privilegii, un privilegiu, privilegiul de

προνόμιο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
prvenství, privilegij, privilegija, čast

προνόμιο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
výsada, privilégium, výsadu, výsada Na, privilégiom
Τυχαίες λέξεις