W στα ελληνικά

Μετάφραση: w, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περί, για, σε, μέσα, προς, εντός, περίπου, στο, στην, στη, στον
W στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • amalgamować στα ελληνικά - φυτίλι, ενώνω, συγχωνεύω, φιτίλι, αμαλγάμω, συγχωνεύσει, συνενώσει, ...
  • celnie στα ελληνικά - ακριβέστατα, ακρίβεια, με ακρίβεια, επακριβώς, ακριβή, ακριβώς
  • danie στα ελληνικά - πιάτο, πλεύση, πιάτων, δίσκο, πιάτου, τρυβλίο
  • dopraszać στα ελληνικά - ζητιανεύω, παρακαλώ, ικετεύω, entreated, ικετεύσει, ικέτευε, ικεσία, ...
Τυχαίες λέξεις
W στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περί, για, σε, μέσα, προς, εντός, περίπου, στο, στην, στη, στον