Λέξη: τιτλοφορώ
Συνώνυμα: τιτλοφορώ
δίνω δικαίωμα, εξουσιοδοτώ
Μεταφράσεις: τιτλοφορώ
τιτλοφορώ στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
entitle
τιτλοφορώ στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
denominar, apoderar, intitular, titular, dar derecho, autorizar, derecho, da derecho
τιτλοφορώ στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
berechtige, bezeichnen, betiteln, berechtigen, berechtigt, Recht, das Recht
τιτλοφορώ στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
appeler, nommer, dénommer, titrer, intituler, autoriser, habiliter, qualifier, droit, autorise, donner droit, donne droit
τιτλοφορώ στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
intitolare, diritto, autorizza, autorizzano, danno diritto
τιτλοφορώ στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
intitular, totalidade, autorizar, direito, dá direito, autoriza
τιτλοφορώ στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
recht, het recht, recht geven, aanspraak, recht geeft
τιτλοφορώ στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
озаглавливать, озаглавить, давать право, называть, дает, дают, дают право
τιτλοφορώ στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
berettige, rett, gir rett, gi rett, berettiger
τιτλοφορώ στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
berättiga, berätt, berättigar, rätt, ha rätt
τιτλοφορώ στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
oikeuttaa, nimittää, oikeuttavat, oikeuta, oikeus, oikeuksilla
τιτλοφορώ στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
berettiger, ret, berettige, giver ret
τιτλοφορώ στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pojmenovat, nazvat, titulovat, oprávnit, nadepsat, opravňovat, zmocnit, opravňují, opravňuje
τιτλοφορώ στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
uprawnić, tytułować, upoważniać, nazwać, zatytułować, zwać, uprawniają, uprawnia, upoważnia, upoważniają
τιτλοφορώ στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
feljogosít, jogosítja, jogosítja fel, feljogosítják, feljogosítja
τιτλοφορώ στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
adlandırmak, hakkı, hakkını, hakkı verir, alma hakkı
τιτλοφορώ στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
озаглавлювати, називати, назвіть, давати, надавати, даватиме, даватимуть
τιτλοφορώ στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i jap të drejtë, jep të drejtë, japë të drejtën, japin të drejtë, i jep të drejtë
τιτλοφορώ στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
право, дава право, дават право, право на, даде право
τιτλοφορώ στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
даваць
τιτλοφορώ στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pealkirjastama, anna, õiguse, annavad, annab, õigust
τιτλοφορώ στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ovlašten, nasloviti, dati pravo, pravo, daje pravo, daju pravo, za pravo
τιτλοφορώ στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
rétt, veita rétt, veita rétt til, því rétt, heimilar
τιτλοφορώ στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
teisę, suteikia, suteikia teisę, teisė, suteikta teisė
τιτλοφορώ στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
dot tiesības, tiesības, dod tiesības, dod, tiesīgs
τιτλοφορώ στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
право, дава право, овластуваат, даваат право, му дава право
τιτλοφορώ στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
îndreptăți, dreptul, dă dreptul, dau dreptul, da dreptul
τιτλοφορώ στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
opravit, pravico, ima pravico, daje pravice
τιτλοφορώ στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pomenovať, pomenova, nazvať, pomenovat