Λέξη: αιμορραγώ
Σχετικές λέξεις: αιμορραγώ
αιμορραγώ πλούταρχος, απόψε αιμορραγώ
Συνώνυμα: αιμορραγώ
εκχέομαι, παίρνω αίμα, ματώνω, φλεβοτομώ, κάνω εκχύμωση
Μεταφράσεις: αιμορραγώ
αιμορραγώ στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bleed, I bleed, bleep, hemorrhage
αιμορραγώ στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
sangrar, sangrado, purgar, purga, sangran
αιμορραγώ στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bluten, anschnitt, verlaufen, entlüften, Qualitäts, Farbiger Qualitäts, lebhafter
αιμορραγώ στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
saignent, saignons, purger, filtrer, suinter, saignez, saigner, purge, fond perdu, de purge
αιμορραγώ στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
salassare, sanguinare, spurgo, spurgare, sfiato, sfiatare
αιμορραγώ στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sangrar, sangramento, sangram, sangra, sangro
αιμορραγώ στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aderlaten, bloeden, tot aan de randen, randen, de randen, aan de randen
αιμορραγώ στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
кровоточить, подсочить, линять, опоражнивать, подсачивать, кровотечение, кровоточат, кровь, истекать кровью
αιμορραγώ στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
blø, brukes, blør, å blø, luft
αιμορραγώ στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
blöda, bleed, utfallande, blöder, utfall
αιμορραγώ στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
valua, vuodattaa, vuotaa verta, bleed, verta, vuotavat, vuotamaan verta
αιμορραγώ στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bløder, bløde, bleed, at bløde, udlufte
αιμορραγώ στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
krvácet, prosakovat, mokvat, krvácení, odvzdušněte, odvzdušnit, krvácejí
αιμορραγώ στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przeciekać, uchodzić, krwawić, blaknąć, farbować, krwawienia, odpowietrzyć, krwawią, krwawienie
αιμορραγώ στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
megcsapolás, vérzik, vérezni, vérzés, légtelenítse, véreznek
αιμορραγώ στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kanamak, boşaltmak, kanama, kanamaya, bleed, havasını alın
αιμορραγώ στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
линяти, кровоточити, кровити, кровоточитиме
αιμορραγώ στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
më rrjedh gjak, rrjedh gjak, marr gjak, të marr gjak, të rrjedh gjak
αιμορραγώ στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кървя, кървене, кървят, кърви, да кървят
αιμορραγώ στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сыходзіць крывёй, крывяніць, кроватачыць, крывавіць
αιμορραγώ στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
veritsema, veritseda, vedelikueemaldamise, verejookse, õhutustage
αιμορραγώ στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ispuhivati, ispuštati, iskrvariti, krvariti, krvare, odzračite, krvari
αιμορραγώ στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
blæða, blæðir, blæðingar, Bleed, blæðingar í
αιμορραγώ στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kraujuoti, kraujavimas, kraujuoja, užribio, nuorinkite
αιμορραγώ στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
asiņot, asiņošana, asiņošanu, atgaisojiet, asiņo
αιμορραγώ στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
крварат, искрвари, крвари, да искрвари, исцедете
αιμορραγώ στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sângera, sângereze, sangera, sângerează, sangereze
αιμορραγώ στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
krvavela, krvavijo, izkrvavel, krvaveti, krvavitvam
αιμορραγώ στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
krvácať, krvácanie