Wół στα ελληνικά
Μετάφραση: wół, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καθοδηγώ, βόδι, ox, βοδιού, οχ, το βόδι
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- absynt στα ελληνικά - αψέντι, το αψέντι, absinthe, αψενθίου, για αψέντι
- bezgorączkowy στα ελληνικά - feverless
- diagnostyczny στα ελληνικά - διαγνωστικός, διαγνωστικών, διαγνωστικές, διαγνωστική, διαγνωστικό
- doradzać στα ελληνικά - συνιστώ, συμβουλεύω, συμβουλεύει, συμβουλεύσει, συμβουλεύουν, συμβουλεύουμε
Τυχαίες λέξεις
Wół στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καθοδηγώ, βόδι, ox, βοδιού, οχ, το βόδι
Μεταφράσεις: καθοδηγώ, βόδι, ox, βοδιού, οχ, το βόδι