Λέξη: δέσμιος
Σχετικές λέξεις: δέσμιος
δέσμιος συνωνυμο
Συνώνυμα: δέσμιος
αιχμάλωτος
Μεταφράσεις: δέσμιος
δέσμιος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
captive, prisoner, a prisoner, prisoner of, a captive
δέσμιος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cautivo, prisionero, cautiva, cautividad, cautivos, en cautividad
δέσμιος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gefangener, gefangen, gefangene, häftling, Gefangene, unverlierbaren, in Gefangenschaft, unverlierbare
δέσμιος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
prisonnier, captif, détenu, captive, captivité, en captivité, captifs
δέσμιος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
prigioniero, cattività, in cattività, vincolato, captive
δέσμιος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
prisioneiro, preso, cativo, cativeiro, cativa, em cativeiro, cativos
δέσμιος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gedetineerde, gevangen, gevangene, gevangenschap, gevangenschap levende, in gevangenschap
δέσμιος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
заключенный, захваченный, военнопленный, пленник, узник, пленный, плен, в плен, плену, в плену
δέσμιος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fange, captive, fangenskap, fanget, til fange
δέσμιος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fånge, fångenskap, fången, företagsintern, företagsinterna, i fångenskap
δέσμιος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
rangaistusvanki, vanki, vangittu, vankeudessa pidettyjen, kytkösmarkkinoilla, captive
δέσμιος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fange, fangenskab, bundne, i fangenskab, den bundne
δέσμιος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zajatec, zajatý, vězeň, zajetí, v zajetí, kaptivní
δέσμιος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
jeniec, pojmany, uwięziony, więzień, na uwięzi, branka, niewoli
δέσμιος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
rab, bebörtönzött, rögzített, fogoly, fogságban tartott, fogságban
δέσμιος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
esir, tutucu, tutsak, captive, sabitleme
δέσμιος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
військовополонений, в'язень, захвалений, бранець, полонений, полонених, пленник
δέσμιος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rob, robëri, robër, në robëri, si robër
δέσμιος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
пленник, пленен, плен, в плен, собствена
δέσμιος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
палонны, палоннік, вязень, з палонных, палоне ў
δέσμιος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vangistatud, vang, vangis, vangistuses, vangistuses peetavate, vangistuses peetavaid
δέσμιος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
rob, zarobljenik, sužanjstvo, u sužanjstvo, zarobljeništvu, u ropstvo
δέσμιος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
fanga, til fanga, föngnum, hernumda, burt hertekin
δέσμιος στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
captivus
δέσμιος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kalinys, belaisvis, nelaisvę, nelaisvėje, priklausoma, į nelaisvę
δέσμιος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
gūsteknis, cietumnieks, ieslodzītais, nebrīvē, nebrīvē turētu, gūstā, kaptīvā
δέσμιος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
заробеништво, заробеник, во заробеништво, заробена, заробените
δέσμιος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
prizonier, captiv, captive, captivă, captivi, captivitate
δέσμιος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
captive, ujetništvu, v ujetništvu, ujetništvo, lastna
δέσμιος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zajatec, zajatý, zajatých, zajatý bude, zajatie, zajatie svojho
Τυχαίες λέξεις