Λέξη: βαθούλωμα

Σχετικές λέξεις: βαθούλωμα

βαθούλωμα κρανίου, βαθούλωμα στο στέρνο, βαθούλωμα αυτοκινήτου, βαθούλωμα στα νύχια, βαθούλωμα στο αυτοκίνητο, βαθούλωμα στο στήθος, βαθούλωμα αγγλικα, βαθούλωμα κάτω από τα μάτια, βαθούλωμα μεταφραση

Συνώνυμα: βαθούλωμα

στραπατσάρισμα, δόντι, δόντι μαχαιριού, οδόντωμα, κοίλωμα

Μεταφράσεις: βαθούλωμα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
dent, depression, indentation, recess, countersunk
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
abolladura, mella, Dent, hueco, la abolladura
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
beule, kerbe, delle, vertiefung, kratzer, Delle, Beule, Dent, Einbuchtung, Vertiefung
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
incision, éraflure, entaille, cabosser, bosse, coche, bosseler, cran, Dent, la Dent, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ammaccatura, Dent, dente, un'ammaccatura, intaccare
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
dente, Dent, Dent A, mossa, entalhe
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schram, deuk, Dent, deukje, van Dent, deuken
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
выщербить, выемка, выщерблять, вмятина, углубление, Дент, Dent, вмятины, вмятина и
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dent, bulk, bulke, bosatt, av Dent
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
dent, buckla, direktören, direktör, ende
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
lommo, painautuma, lovi, pykälä, painauma, kolhia, Dent, loven, Dentin, kolhu
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
dent, bule, fordybning, gige
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vrub, zářez, důlek, vroubek, Dent, promáčknutí
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nacięcie, wgniecenie, uszczerbek, szczerba, wgięcie, wklęśnięcie, szczerbić, wgniatać, wygięcie, dent, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
horpadás, behorpadás, benyomódás, Dent, horpadást, lófogú
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
göçük, dent, çentik, göçmek, çökme
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
заглиблення, виїмка, вм'ятина, ум'ятина, вмятина
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gjurmë, dëm, dhëmb, dhëmbëzoj, bëj gropë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
вдлъбнатина, пробив, Дент, Dent, конски зъб
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ўвагнутасць, увагнутасць
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tihedus, mõlk, dent, matud, dendi, kärbe
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ulegnuti, udubljenje, utiskivati, dent, udubina, ulegnuće
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
dælda, ann, DENT, bundið, ur, beygla
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
apmažinti, įkirsti, apmažinimas, krumplys, išranta
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
iespiedums, DENT, bedri, parādzīmju, belzums
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
Дент, ник, Dent, трага
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
dinte, dent, adâncitură, adancitura
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
dent, sednik, Kotanjo, visni
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vrub, jamku, dierku, jamka, priehlbinu, priehlbina
Τυχαίες λέξεις