Wślizgiwać στα ελληνικά
Μετάφραση: wślizgiwać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βουτώ, κλέβω, σπιούνος, Sneak, έρπω, στην κρυφοκοιτάζει, πηγαίνω υπουλώς
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bałwochwalczy στα ελληνικά - ειδολολατρικός, ειδωλολατρίαν, ειδωλολατρική, ειδωλολατρικές, ειδωλολατρικών
- bezkręgowiec στα ελληνικά - ασπόνδυλος, ασπόνδυλων, ασπόνδυλα, ασπονδύλων, ασπόνδυλο
- bluszczowy στα ελληνικά - σκεπασμένος με κίσσο
- czapka στα ελληνικά - καπό, πίλος, τραγιάσκα, θήκη, σκούφος, καπέλο, καπάκι, ...
Τυχαίες λέξεις
Wślizgiwać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βουτώ, κλέβω, σπιούνος, Sneak, έρπω, στην κρυφοκοιτάζει, πηγαίνω υπουλώς
Μεταφράσεις: βουτώ, κλέβω, σπιούνος, Sneak, έρπω, στην κρυφοκοιτάζει, πηγαίνω υπουλώς