Wałek στα ελληνικά

Μετάφραση: wałek, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
άξονας, κύλινδρος, μπικουτί, κυλίνδρου, κύλινδρο, ρολό, κυλίνδρων
Wałek στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • atomista στα ελληνικά - ατομιστική, ατομιστικής, την ατομιστική
  • brajtszwanc στα ελληνικά - broadtail
  • bransoleta στα ελληνικά - βραχιόλι, μπρασελέ, βραχιόλι από
  • fronton στα ελληνικά - αέτωμα, αετώματος, του αετώματος, αέτωμα που
Τυχαίες λέξεις
Wałek στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: άξονας, κύλινδρος, μπικουτί, κυλίνδρου, κύλινδρο, ρολό, κυλίνδρων