Wciągać στα ελληνικά
Μετάφραση: wciągać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρουφώ, τράβηγμα, μπλέκω, τραβώ, θηλάζω, εμπλέκομαι, εμπλέκω, περιλαμβάνω, γλείφω, κλήρωση, ισοπαλία, επιστήσω, επιστήσω την, επιστήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- algorytmicznie στα ελληνικά - αλγοριθμικά, σε αλγορίθμους, αλγορίθμους
- dworzanin στα ελληνικά - αυλικός, αυλικού, αυλικό, του παλατιού, μελικός
- dylatacja στα ελληνικά - διαστολή, διαστολής, διάταση, διάτασης, τη διαστολή
- instrumentarium στα ελληνικά - ορχήστρα, οργάνων, όργανα, των οργάνων, όργανα μέτρησης, όργανο
Τυχαίες λέξεις
Wciągać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρουφώ, τράβηγμα, μπλέκω, τραβώ, θηλάζω, εμπλέκομαι, εμπλέκω, περιλαμβάνω, γλείφω, κλήρωση, ισοπαλία, επιστήσω, επιστήσω την, επιστήσει
Μεταφράσεις: ρουφώ, τράβηγμα, μπλέκω, τραβώ, θηλάζω, εμπλέκομαι, εμπλέκω, περιλαμβάνω, γλείφω, κλήρωση, ισοπαλία, επιστήσω, επιστήσω την, επιστήσει