Λέξη: θανατηφόρα

Σχετικές λέξεις: θανατηφόρα

θανατηφόρα φυτά, θανατηφόρα μανιτάρια, θανατηφόρα ατυχήματα, θανατηφόρα γρίπη, θανατηφόρα τροχαία, θανατηφόρα οικογενής αϋπνία, θανατηφόρα τροχαία σήμερα, θανατηφόρα δηλητήρια, θανατηφόρα ένεση, θανατηφόρα γρίπη συμπτώματα

Μεταφράσεις: θανατηφόρα

θανατηφόρα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fatally, fatal, lethal, deadly, a fatal

θανατηφόρα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fatal, mortal, fatales, mortales, grave

θανατηφόρα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schlimm, verhängnisvoll, fatal, tödlich, tödlichen, tödliche, fatale

θανατηφόρα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
mortellement, fatal, mortel, fatale, mortelle, mortels

θανατηφόρα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fatale, mortale, fatali, irreversibile, mortali

θανατηφόρα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fatal, fatais, mortal

θανατηφόρα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
fataal, dodelijk, noodlottig, fatale, dodelijke

θανατηφόρα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
смертельно, роковой, фатальным, смертельным исходом, фатальной, фатальными

θανατηφόρα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
fatal, dødelig, fatale, fatalt, dødelige

θανατηφόρα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
dödlig, dödliga, dödlig utgång, dödligt, fatal

θανατηφόρα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kohtalokas, kuolemaan johtavia, kuolemaan johtaneita, kohtalokasta, kuolemaan johtaneiden

θανατηφόρα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
fatal, dødelig, fatale, fatalt, dødelige

θανατηφόρα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
smrtelně, smrtelný, osudný, fatální, smrtelné, smrtelná

θανατηφόρα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
śmiertelnie, śmiertelny, fatalny, zgubny, śmiertelne, krytyczny

θανατηφόρα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tragikusan, végzetes, halálos, halálos kimenetelű, fatális, a halálos

θανατηφόρα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ölümcül, fatal, ölümcül bir, öldürücü, ölüm

θανατηφόρα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
фатально, смертельно, фатальний, фатальною, фатальної, фатального, рок

θανατηφόρα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
fatal, fatale, vdekjeprurëse, vdekjeprurës, kobshme

θανατηφόρα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
фатален, фатално, фатални, фатална, фатален изход

θανατηφόρα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
фатальны, фатальнай, рокавай, ракавой, ракавы

θανατηφόρα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
surmavalt, fataalne, surmav, saatuslik, surmaga lõppenud, surmaga lõppevate

θανατηφόρα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
koban, fatalan, kobno, fatalna, fatalno

θανατηφόρα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
banvæn, banvænt, banvænar, lífshættuleg, banvænn

θανατηφόρα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
mirtinas, mirtina, mirtini, mirtinos, mirtinų

θανατηφόρα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
fatāls, liktenīgs, letāls, letālas, fatāla

θανατηφόρα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
фатални, фатален, фатална, фатално, фаталните

θανατηφόρα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
fatal, fatale, fatală, fatala, letale

θανατηφόρα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
usodna, usodno, usodne, smrtna, usodni

θανατηφόρα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
smrteľný, smrteľné, smrteľná, fatálny, smrtelný
Τυχαίες λέξεις