Wiązać στα ελληνικά

Μετάφραση: wiązać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κόμβος, υποχρεώνω, φιόγκος, πεδικλώνω, συνδυάζω, βιβλιοδετώ, κατάσχω, γραβάτα, διηγούμαι, δένω, καταλαμβάνω, συνδέω, κρίκος, αλληλοσυνδέω, δεσμεύω, ισοπαλία, ισοπαλίας, δεσμό, δεσμός
Wiązać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • audiometr στα ελληνικά - ακοόμετρο, ακουόμετρου, audiometer, ακουόμετρο, ακοομέτρηση
  • bakteriolog στα ελληνικά - μικροβιολόγος, βακτηριολόγος, βακτηριολόγο, μικροβιολόγο
  • drumla στα ελληνικά - jew's
  • histologiczny στα ελληνικά - ιστολογικός, ιστολογική, ιστολογικές, ιστολογικών, ιστολογικά
Τυχαίες λέξεις
Wiązać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κόμβος, υποχρεώνω, φιόγκος, πεδικλώνω, συνδυάζω, βιβλιοδετώ, κατάσχω, γραβάτα, διηγούμαι, δένω, καταλαμβάνω, συνδέω, κρίκος, αλληλοσυνδέω, δεσμεύω, ισοπαλία, ισοπαλίας, δεσμό, δεσμός