Więzić στα ελληνικά

Μετάφραση: więzić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιστέλλω, φυλακίζω, φυλακή, περιορίζω, κράτηση, κρατούν, κατακρατούν, να κρατούν, δέσμευσή
Więzić στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • absolut στα ελληνικά - απόλυτος, απόλυτη, απόλυτο, απόλυτης, απόλυτες
  • fałda στα ελληνικά - διπλώνω, πιέτα, χώνω, πτύσσω, πτυχή, ζάρωμα, δίπλωμα, ...
  • gazyfikacja στα ελληνικά - αεριοποίησης, αεριοποίηση, η αεριοποίηση, εξαερώσεως, την αεριοποίηση
  • gówno στα ελληνικά - σκατά, μαλακία, μαλακίες, τη μαλακία, τα σκατά
Τυχαίες λέξεις
Więzić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιστέλλω, φυλακίζω, φυλακή, περιορίζω, κράτηση, κρατούν, κατακρατούν, να κρατούν, δέσμευσή