Widzieć στα ελληνικά

Μετάφραση: widzieć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βλέπω, δείτε, βλέπε, βλ, δούμε
Widzieć στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aleksandra στα ελληνικά - Aleksandra, Αλεξάνδρα, Αλεξάντρα, την Αλεξάνδρα, Αλεκσάντρα
  • drżący στα ελληνικά - επισφαλής, τρόμος, τρέμουλο, τρέμει, τρέμοντας, τρεμούλιασμα
  • epizodycznie στα ελληνικά - επεισοδιακά, επεισοδιακό τρόπο, με επεισοδιακό, με επεισοδιακό τρόπο, επεισοδιακό
  • hetmaństwo στα ελληνικά - εντολή, προστάζω, προσταγή, διατάζω, hetmanship
Τυχαίες λέξεις
Widzieć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βλέπω, δείτε, βλέπε, βλ, δούμε