Λέξη: μεταγενέστερος

Σχετικές λέξεις: μεταγενέστερος

μεταγενέστερος λεξικο, μεταγενέστερος συνώνυμο, μεταγενέστερος στα αγγλικά, μεταγενέστερος αγγλικά, μεταγενέστερος σημασια, μεταγενέστερος english, μεταγενέστερος μεταφραση

Συνώνυμα: μεταγενέστερος

ύστερος, ακόλουθος

Μεταφράσεις: μεταγενέστερος

μεταγενέστερος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
subsequent, posterior, downstream, a downstream

μεταγενέστερος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
posterior, ulterior, subsiguiente, subsecuente, posteriores

μεταγενέστερος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
nachfolgend, konsequent, anschließend, später, nachfolgenden, nachfolgende

μεταγενέστερος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ultérieur, suivant, cotisation, successif, postérieur, prochain, souscription, subséquent, ultérieure, subséquente, la suite

μεταγενέστερος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
seguente, successivo, susseguente, successiva, conseguente, successive

μεταγενέστερος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
subsequente, subscrição, subseqüente, posterior, subsequentes, seguinte

μεταγενέστερος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
volgend, later, nagekomen, latere, volgende, daaropvolgende, verdere

μεταγενέστερος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
подобострастный, вытекающий, последующий, дальнейший, последующее, последующего, последующей, последующая

μεταγενέστερος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
påfølgende, følgende, etterfølgende, senere, etter

μεταγενέστερος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
påföljande, efterföljande, senare, efter, följande

μεταγενέστερος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
jälkeinen, seuraava, myöhempi, myöhemmin, myöhempien, myöhemmän, myöhemmät

μεταγενέστερος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
efterfølgende, senere, efter, den efterfølgende, efterfoelgende

μεταγενέστερος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
další, pozdější, následný, následující, příští, následné, následná

μεταγενέστερος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kolejny, następny, późniejszy, dalszy, późniejsze

μεταγενέστερος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
azutáni, újabb, későbbi, következő, ezt követő, azt követő, utólagos

μεταγενέστερος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sonraki, daha sonraki, müteakip, takip eden, daha sonra

μεταγενέστερος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
наступний, подальший, подальше, наступне, подальшу

μεταγενέστερος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pasues, pasuese, mëvonshme, mëvonshëm, e mëvonshme

μεταγενέστερος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
последващ, следващ, последващо, последваща, последващото

μεταγενέστερος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
наступнае, далейшае, наступны, наступную, далейшы

μεταγενέστερος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
järgnev, hilisem, järgnevate, hilisema, järgnenud

μεταγενέστερος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
slijedeći, kasniji, potonji, naknadni, sljedeći, naknadno, kasnije, naknadne, naknadna

μεταγενέστερος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
síðari, kjölfarið, kjölfar, í kjölfar, í kjölfarið

μεταγενέστερος στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
posterus

μεταγενέστερος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vėlesnis, po, vėliau, paskesnis, vėlesnio

μεταγενέστερος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sekojošais, turpmākā, nākamais, sekojošā, turpmākais

μεταγενέστερος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
последователните, последователни, следните, последователно, последователна

μεταγενέστερος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ulterior, ulterioară, ulterioare, ulterioara, ulterioară a

μεταγενέστερος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
naknadno, naknadna, poznejša, kasnejši, poznejši

μεταγενέστερος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
ďalšie, ďalší, iné, ďalšiu, ďalšej
Τυχαίες λέξεις