Λέξη: τυφλά
Σχετικές λέξεις: τυφλά
τυφλά οικόπεδα 2011, τυφλά φίδια, τυφλά αψιδώματα, τυφλά σημεία, τυφλά γατάκια, τυφλά να χει ο μάρλον μπράντο, τυφλά παιδιά, τυφλά οικόπεδα, τυφλά αγροτεμάχια, τυφλά σημεία γιατί οι έξυπνοι άνθρωποι κάνουν ηλίθια πράγματα
Μεταφράσεις: τυφλά
τυφλά στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
blindly, blind, blanks, blank, the blind
τυφλά στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ciego, ciega, ciegos, ciegas, persiana
τυφλά στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
blind, Blind, blinden, blinde, blinder
τυφλά στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
aveuglément, aveugle, aveugles, store, insu, blind
τυφλά στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
blind, cieco, ciechi, cieca, vedenti
τυφλά στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cego, cegos, cega, blind, cegas
τυφλά στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
blind, blinde, blinden, dode, jaloezie
τυφλά στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
машинально, слепо, безрассудно, слепой, слепым, слепое, слеп, слепые
τυφλά στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
blind, blinde
τυφλά στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
blinda, mörken, blint, döda
τυφλά στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sokea, rullaverho, blind, sokeita, sokeat
τυφλά στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
blind, blinde, blindt, det blinde
τυφλά στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
slepě, zaslepeně, slepý, slepá, slepé, zaslepené, slepí
τυφλά στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ślepy, niewidomy, niewidomych, w ciemno, ślepa
τυφλά στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
vakon, vak, vakok, a vak
τυφλά στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kör, kör bir, blind
τυφλά στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сліпо, нерозважливо, сліпма, безрозсудно, сліпий, сліпої, сліпою, сліпій, сліпа
τυφλά στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i verbër, verbër, të verbër, verbërit, e verbër
τυφλά στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
сляп, сляпо, слепи, сляпа, сляпата
τυφλά στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сляпой, сляпы, сьляпы, сьляпой, сляпое
τυφλά στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
umbropsu, pimesi, pime, tagaaknal, pimedatele, pimedad, pimedate
τυφλά στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
slijep, slijepi, slijepa, slijepe, slijepo
τυφλά στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
blindur, blindir, blinda, blindum, blindu
τυφλά στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
aklas, akliesiems, akli, aklai, aklo
τυφλά στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
akli, akls, blind, aklā, akla
τυφλά στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
слепи, слеп, слепа, слепите, слепо
τυφλά στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
orb, oarbă, orbi, blind
τυφλά στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
slep, blind, slepi, slepa, slepe
τυφλά στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
naslepo, slepý, slepá, slepého, slepú, slepej
Στατιστικά δημοτικότητας: τυφλά
Τυχαίες λέξεις