Wodować στα ελληνικά
Μετάφραση: wodować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καθελκύω, εξαπολύω, εκτοξεύω, αιτία, αιτίας, αίτιο, προκαλούν, λόγος
Μεταφράσεις
- butelkowanie στα ελληνικά - εμφιάλωση, εμφιάλωσης, εμφιαλώσεως, την εμφιάλωση, η εμφιάλωση
- fatygowanie στα ελληνικά - σκοτίζομαι, μπελάς, ενοχλώ, ενοχλούμαι, φασαρία, κόπος, ταλαιπωρία
- górujący στα ελληνικά - κυρίαρχη, κυρίαρχο, δεσπόζουσα, δεσπόζουσα θέση, δεσπόζουσας
- hydroelektrownia στα ελληνικά - υδροηλεκτρικού σταθμού, υδροηλεκτρική μονάδα, υδροηλεκτρικό σταθμό, υδροηλεκτρικό εργοστάσιο, εγκαταστάσεις υδροηλεκτρικής παραγωγής ενέργειας
Τυχαίες λέξεις
Wodować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καθελκύω, εξαπολύω, εκτοξεύω, αιτία, αιτίας, αίτιο, προκαλούν, λόγος
Μεταφράσεις: καθελκύω, εξαπολύω, εκτοξεύω, αιτία, αιτίας, αίτιο, προκαλούν, λόγος