Λέξη: ξυρίζομαι
Σχετικές λέξεις: ξυρίζομαι
ονειροκρίτης ξυρίζομαι
Συνώνυμα: ξυρίζομαι
ξυρίζω, εκδέρω, απατώ
Μεταφράσεις: ξυρίζομαι
ξυρίζομαι στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
shave, I shave
ξυρίζομαι στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
afeitado, rapar, afeitar, afeitarse, afeitarme, afeite
ξυρίζομαι στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
rasur, rasieren, hobeln, Rasur, scheren, zu rasieren
ξυρίζομαι στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
planer, barbifier, raser, rasons, rasez, rasage, se raser, raser la
ξυρίζομαι στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sfiorare, rasare, rasentare, sbarbare, radere, rapare, radersi, rasatura, barba, la barba
ξυρίζομαι στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
barbear, raspar, fragmento, shave, depilar, barbeie
ξυρίζομαι στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afscheren, scheren, scheerbeurt, te scheren, scheer
ξυρίζομαι στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
побрить, выбривать, строгать, обрить, брить, электробритва, бриться, выбриться, побриться, выбриваться, бритье
ξυρίζομαι στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
barbere, barbering, barberer, rake, å barbere
ξυρίζομαι στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
raka, rakning, rakar, raka sig, raka dig
ξυρίζομαι στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
parturoida, ajaa, höyläys, höylätä, parranajokone, parranajo, ajella, shave, parranajon
ξυρίζομαι στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
barbering, barbere, barberer, barbere sig, at barbere
ξυρίζομαι στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
oholit, holení, holit, oholení, oholí
ξυρίζομαι στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ośnik, wygolić, ogolenie, heblować, golić, golenie, ogolić, golić się, golenia
ξυρίζομαι στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
borotválás, borotválkozás, borotválja, borotválkozni, borotválja le, borotválni
ξυρίζομαι στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tıraş, traş, tıraş edin, shave, tıraş olmak
ξυρίζομαι στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
поголити, зрізати, електробритва, голитися, голити, брити, брить
ξυρίζομαι στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
rruaj, rruajtje, rruhem, rrojë, rruajë
ξυρίζομαι στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бръснене, бръсна, обръсне, се обръсне, бръснете
ξυρίζομαι στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
галіць, яны галіць
ξυρίζομαι στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
raseerima, habemeajamine, hööveldama, kaapraud, habe ajama
ξυρίζομαι στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ribati, brijanje, strugati, podšišati, brijati, obrijati, obrije, brije
ξυρίζομαι στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
raka, að raka, raka sig, látið raka, rakar
ξυρίζομαι στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
skustis, skutimosi, nusiskusti, skutimąsi, skusti
ξυρίζομαι στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
noskūties, skūties, skūt, noskūtu, noskuj
ξυρίζομαι στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
бричи, избричат, обирачка, се бричи, отсекува
ξυρίζομαι στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
rade, ras, bărbierit, radă, și radă
ξυρίζομαι στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
britje, obriti, brije, obrije, brijete
ξυρίζομαι στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
holení, holiť, holit, oholiť, holiÈ
Τυχαίες λέξεις