Λέξη: μανιβέλα

Σχετικές λέξεις: μανιβέλα

μανιβέλα πατρα, μανιβέλα τέντας, μανιβέλα αγγλικα

Συνώνυμα: μανιβέλα

μανιακός

Μεταφράσεις: μανιβέλα

μανιβέλα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
crank, Kickstarter, crank handle, handcrank, hand crank

μανιβέλα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
manubrio, manivela, cigüeña, cigüeñal, de manivela, del cigüeñal, biela

μανιβέλα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
verrückte, spinner, marotte, miesepeter, kurbel, Kurbel, Kurbelwellen, Kurbelwelle

μανιβέλα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
marotte, manie, fanatique, loufoque, illuminé, excentrique, fou, hurluberlu, toquade, manivelle, maboul, vilebrequin, la manivelle, pédalier, bielle

μανιβέλα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
manovella, pedivella, guarnitura, a manovella, di manovella

μανιβέλα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
manivela, de manivela, crank, da manivela, manivela de

μανιβέλα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zwengel, slinger, kruk, crank, krukas

μανιβέλα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
психопат, чудак, сгибать, кривошип, причуда, оригинал, мотыль, сумасброд, прихоть, рукоятка, кривошипа, кривошипно, кривошипный

μανιβέλα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sveiv, krank, sveiven, crank

μανιβέλα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vev, veven, crank, vevslängen

μανιβέλα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kammeta, huojuva, veivi, kampi, kammen, kampea, kampiakselin, crank

μανιβέλα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
krank, håndsving, krumtap, krumtappen, håndsvinget

μανιβέλα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
mánie, klika, vrtoch, blázen, kliky, klikové, klikový, klikou

μανιβέλα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pomyleniec, cudak, bzik, dziwactwo, korbka, korba, narwaniec, szajba, dziwak, korby, korbowego, korbowy

μανιβέλα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kurbli, hajtókar, forgattyús, forgattyú, forgatókar

μανιβέλα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
manivela, krank, crank, marş, kolu

μανιβέλα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
примха, примху, розхитаний, забаганка, згинати, рукоятка, руків'я, ручка

μανιβέλα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
maniak, me fiksime, manivelë, fiksime, lëviz me dorezë

μανιβέλα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
манивела, на коляновия вал, коляно, педалния

μανιβέλα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дзяржальня, рукаятка, ручка, тронак

μανιβέλα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vints, veidrik, väntama, vänt, crank, vända, väntvõllid, vänta

μανιβέλα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
ručica, poluga, osobenjak, lakat, prevrtljivac, zglob, koljenastog vratila

μανιβέλα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sveif, Crank

μανιβέλα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
skriejikas, rankena, keistuolis, niurzga, alkūninis svertas

μανιβέλα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kloķis, kloķa, crank, īpatnis, vaļīgs

μανιβέλα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
чудак, курбла, нестабилен, рачка, рачката

μανιβέλα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
manivelă, cotit, pedalier, crank, cu manivelă

μανιβέλα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
crank, ročice, ročično, ročični, ročične

μανιβέλα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
cvok, kľučka, kľuka, guľa, klika
Τυχαίες λέξεις