Wpadający στα ελληνικά

Μετάφραση: wpadający, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιστατικό, επεισόδιο, αλίευση, σύλληψη, πιάσει, να πιάσει, αλίευσης
Wpadający στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • barczysty στα ελληνικά - φαρδείς ώμους, γεροδεμένος
  • dopiekać στα ελληνικά - κεντρί, κεντρίζω, τσιμπώ, τσίμπημα, τσιμπήματος, τσούξιμο, το τσίμπημα
  • gośćcowy στα ελληνικά - ρευματικών, ρευματικές, ρευματικό, ρευματικός, ρευματικά
  • inauguracja στα ελληνικά - εγκαίνια, εγκαινίων, των εγκαινίων, εγκαινίαση, ορκωμοσία
Τυχαίες λέξεις
Wpadający στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιστατικό, επεισόδιο, αλίευση, σύλληψη, πιάσει, να πιάσει, αλίευσης