Λέξη: ταρσικός

Μεταφράσεις: ταρσικός

ταρσικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
tarsal

ταρσικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
tarsal, tarso, tarsiano, del tarso, tarsiana

ταρσικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fußwurzel, tarsal, Fußwurzel, tarsalen, Tarsus, Fußwurzelknochen

ταρσικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
tarsien, tarsienne, tarse, du tarse, tarsale

ταρσικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tarsale, tarso, tarsica, del tarso, tarsali

ταρσικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tarsal, do tarso, tarso, tarsal do, társico

ταρσικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tarsal, tarsale, tarsaal, tarsaal-, spronggewricht

ταρσικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
преплюсневой, предплюсневого, тарзальной, лапок, предплюсневому

ταρσικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
tarsal, Haseleddets

ταρσικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tarsal, tarsala, böjd

ταρσικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tarsal, tarsaalifleksuuraa, nilkkanivelen

ταρσικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tarsal, haseleddet, haseled

ταρσικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
tarzální, tarsální, tarzálního

ταρσικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
stepowy, skokowy, śródstępny, stępu

ταρσικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tarsal, tarsalis, tarzális, lábtő, csánk

ταρσικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ayak bileği kemiği, ayak bileği ile ilgili, tarsal, ayak bileği

ταρσικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
преплюсневой

ταρσικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
tarsal

ταρσικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
на глезена, на пищяла, тарзалната, глезена, пищяла

ταρσικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
преплюсневой

ταρσικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lauplaadi-, pöiapära-, lauplaadi, tarsaalliigesed, tarsaaltunneli

ταρσικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
zastopalni

ταρσικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
tarsal

ταρσικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
čiurnos

ταρσικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pēdas pamata

ταρσικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
тарзални, тарзалните, глезена, тарзалниот

ταρσικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
tarsal, tarsian, tarsala, oaselor tarsiene, tarsală

ταρσικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
stopalo, tarzalno

ταρσικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
tarsálne, tarzálnej
Τυχαίες λέξεις