Wprawny στα ελληνικά
Μετάφραση: wprawny, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμπειρογνώμων, επιτήδειος, προχωρημένος, ικανός, ειδικός, εμπειρογνώμονας, έντεχνος, εκπαιδευμένο, εκπαιδεύονται, εκπαιδευμένοι, εκπαιδευτεί, εκπαιδευμένους
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- akademickość στα ελληνικά - ακαδημαϊκός, ακαδημαϊσμό, ακαδημαϊσμού, ακαδημαϊσμός, τον ακαδημαϊσμό, ακαδημαϊσμός είναι
- chętka στα ελληνικά - φανταστικός, καπρίτσιο, γουστάρω, γούστο, προτίμηση, φαντασία, φανταχτερό, ...
- dostateczny στα ελληνικά - δίκαιος, διαβατός, περαστικός, πέρασμα, επαρκής, νισάφι, πανηγύρι, ...
- dwudziesty στα ελληνικά - εικοστός, είκοσι, εικοστή, εικοστού, εικοστό, του εικοστού
Τυχαίες λέξεις
Wprawny στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμπειρογνώμων, επιτήδειος, προχωρημένος, ικανός, ειδικός, εμπειρογνώμονας, έντεχνος, εκπαιδευμένο, εκπαιδεύονται, εκπαιδευμένοι, εκπαιδευτεί, εκπαιδευμένους
Μεταφράσεις: εμπειρογνώμων, επιτήδειος, προχωρημένος, ικανός, ειδικός, εμπειρογνώμονας, έντεχνος, εκπαιδευμένο, εκπαιδεύονται, εκπαιδευμένοι, εκπαιδευτεί, εκπαιδευμένους