Λέξη: γουρούνι

Σχετικές λέξεις: γουρούνι

γουρούνι στο χαρτί, γουρούνι αλβανέ, γουρούνι στη σούβλα, γουρούνι αρκάς, γουρούνι βικιπαίδεια, γουρούνι στο φούρνο, γουρούνι στο σακί, γουρούνι ονειροκρίτης, γουρούνι στα αρχαία, γουρούνι εικόνες

Συνώνυμα: γουρούνι

χοίρος, λαμβάνω υπερβολική μερίδα, βλάκας, ηλίθιον παιδί, χοιρίδιο, γουρουνάκι, ράβδος χυτού μέταλλου, συς

Μεταφράσεις: γουρούνι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
pig, hog, swine, a pig
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
puerco, chancho, marrano, guarro, cerdo, cerdos, de cerdo, del cerdo, hog
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schwein, Schwein, hog, Schweine
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
vache, truie, cochon, porc, pourceau, flic, porcine, porcs, porcin, de porc
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
porco, suino, maiale, hog, di maiale, del maiale
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
trespassar, furar, porco, animal, hog, de porco, do porco, de suínos
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zwijn, varken, hog, varkensdarm
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
хрюшка, поросенок, поросятина, свинина, полиция, болванка, подсвинок, свинья, пороситься, кабан, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
svin, gris, hog, av Hog
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
svin, gris, hog, hogen
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
sika, possu, ahmatti, Hog, karju, sian, rahan edestä
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
gris, svin, hog, skridtet, af Hog, svine
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vepř, prase, svině, policajt, chamtivec, chrapoun, mladá ovce
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
surówka, paskudnik, wieprz, świnia, oprosić, paskuda, prosiak, świniak, Hog, wieprza, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
disznó, Hog, sertés, sertéshizlaló
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
domuz, açgözlü davranmak, domuzluk etmek, bencil kimse, freze tezgâhı
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кабане, кабан, поліція, свиня, борів, боров, кнур
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
derr, derr i tredhur, pushtoj, hog, rezervë, gopc
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
свиня, свиньо, ям лакомо, използувам егоистично, държа се просташки към, карам лудо
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
япрук, парсюк, бораў, бароў, сьвіньнюк
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
siga, orikas, Hog, luksuses
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
svinje, svinja, šipka, svinjetina, prase, krmak, svinjska, vepar, halapljiva osoba
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
svín, HOG, alisvín, uppbeygja
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
porcus
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šernas, meitėlis, ėdrūnas, išsilenkti, kiauliškas žmogus
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
cūka, vepris, nekauņa, bullēns, izliekt, auns
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
биче, свиња, свинска
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
porc, Hog, porcine, de porc, porci
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pujs, svina, prašič, hog, Svinja, svinjske, Monopolizirati
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
prasa, ošípaná, ošípanú, ošípaných, prase

Στατιστικά δημοτικότητας: γουρούνι

Τυχαίες λέξεις