Wsiadać στα ελληνικά
Μετάφραση: wsiadać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βουνό, αυξάνομαι, παίρνω, όρος, ανεβαίνω, επιβιβάζω, σανίδα, αποκτώ, επιβιβάζομαι, πάρει, προχωρήσουμε, πάρει στο, πάρετε σε, πάρετε στο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- awaria στα ελληνικά - αποτυχία, βλάβη, μέσος, πανωλεθρία, βλάπτω, επεισόδιο, ρήξη, ...
- bezproblemowo στα ελληνικά - εύκολα, λεία, ομαλά, απρόσκοπτα, χωρίς ραφή, άψογα, αδιάλειπτα
- dupa στα ελληνικά - κουτουλώ, βλάκας, γάιδαρος, κώλος, κώλο, τον κώλο, γάιδαρο
- intensywny στα ελληνικά - βαρύς, επιτακτικός, εντατικός, βαθύς, έντονος, δυνατός, έντονη, ...
Τυχαίες λέξεις
Wsiadać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βουνό, αυξάνομαι, παίρνω, όρος, ανεβαίνω, επιβιβάζω, σανίδα, αποκτώ, επιβιβάζομαι, πάρει, προχωρήσουμε, πάρει στο, πάρετε σε, πάρετε στο
Μεταφράσεις: βουνό, αυξάνομαι, παίρνω, όρος, ανεβαίνω, επιβιβάζω, σανίδα, αποκτώ, επιβιβάζομαι, πάρει, προχωρήσουμε, πάρει στο, πάρετε σε, πάρετε στο