Λέξη: πελαργός
Σχετικές λέξεις: πελαργός
πελαργός κατασκευαστική, πελαργός παιδικός σταθμός πάτρα, πελαργός ονειροκρίτης, πελαργός english, πελαργός φωτογραφίες, πελαργός κοζάνη, πελαργός βικιπαίδεια, πελαργός μετάφραση, πελαργός πάτρα, πελαργός φλώρινας
Συνώνυμα: πελαργός
γερανός, λελέκι
Μεταφράσεις: πελαργός
πελαργός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
stork, crane, White stork, the stork, Pelargos
πελαργός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cigüeña, Stork, la cigüeña, cigüeñas, cigüeña de
πελαργός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
storch, Storch, stork, Storchen
πελαργός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
cigogne, Stork, cigognes, la cigogne, de cigogne
πελαργός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cicogna, Stork, cicogne, della cicogna
πελαργός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cegonha, loja, armazenar, Stork, da cegonha, cegonha de, de cegonha
πελαργός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ooievaar, Stork, van Stork, ooievaars, ooievaar van
πελαργός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
аист, Stork, аиста, Сторк, Аистов
πελαργός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
stork, storken, Storch, storke
πελαργός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stork, storken, tork, storkar
πελαργός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
haikara, kattohaikara, stork, storkkuva
πελαργός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
stork, storken, storke
πελαργός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
čáp, Stork, čápa, africký, čapí
πελαργός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
bocian, stork, bociana, Bocianem, Bocianie
πελαργός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gólya, Stork, gólyát, gólyák
πελαργός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
leylek, Stork, leylekler
πελαργός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
лелека, аист, чорногуз
πελαργός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
lejlek, lejlekun, lejleku, LEJLEKUT, lejleku bën
πελαργός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
щъркел, Щъркелово, Stork, щъркели
πελαργός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
бусел
πελαργός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kurg, toonekurg, Stork, toonekure
πελαργός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
roda, rode, i roda
πελαργός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Stork, storkurinn, storkarnir, Starfsemi Stork
πελαργός στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
ciconia
πελαργός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gandras, gandro, gandrų, stork, gandrai
πελαργός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
stārķis, stārks, stārķu, stārķa, stārķi
πελαργός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
штркот, Штркот, штрк, Шторк
πελαργός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
barză, Stork, barza, berze, de barză
πελαργός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
štorklja, Roda, štorklje, stork, štorkljo
πελαργός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
bocian, stork, bociana