Wspinać στα ελληνικά

Μετάφραση: wspinać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κνήμη, λέπι, κλίμακας, διαταράσσω, κλιμάκωση, ανεβαίνω, καλάμι, αναρριχώμαι, όρος, ανατέλλω, κλίμακα, αύξηση, αυξάνομαι, ορθώνομαι, σκαρφαλώνω, βουνό, αναρρίχηση, ανόδου, ανάβαση, άνοδο, ανόδου που
Wspinać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • chcieć στα ελληνικά - εκλέγω, θέληση, προαίρεση, έλλειψη, ανάγκη, διαθήκη, ευχή, ...
  • chyłomierz στα ελληνικά - κλινόμετρο, Κλισιοσκόπιο
  • dobroduszny στα ελληνικά - καλόκαρδος, πολύ εγκάρδιος, καλοσυνάτα, καλοκάγαθους
  • idiosynkrazja στα ελληνικά - αντιπαθώ, αντιπάθεια, ευαισθησία, ευαισθησίας, την ευαισθησία, της ευαισθησίας, η ευαισθησία
Τυχαίες λέξεις
Wspinać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κνήμη, λέπι, κλίμακας, διαταράσσω, κλιμάκωση, ανεβαίνω, καλάμι, αναρριχώμαι, όρος, ανατέλλω, κλίμακα, αύξηση, αυξάνομαι, ορθώνομαι, σκαρφαλώνω, βουνό, αναρρίχηση, ανόδου, ανάβαση, άνοδο, ανόδου που