Λέξη: αποστειρώνω

Σχετικές λέξεις: αποστειρώνω

αποστειρώνω βάζα, αποστειρώνω βάζα παρλιάρος, αποστειρώνω μπουκάλια

Συνώνυμα: αποστειρώνω

απαλλάσσω μικρόβιων, καθιστώ άγονο

Μεταφράσεις: αποστειρώνω

αποστειρώνω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sterilise, sterilize

αποστειρώνω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
esterilizar, esterilice, esterilizar los, esterilizar a, esterilizar el

αποστειρώνω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sterilisieren, zu sterilisieren, sterilisiert, Sterilisierung, entkeimen

αποστειρώνω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
stérilisation, stériliser, stériliser les, la stérilisation, de stériliser

αποστειρώνω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sterilizzare, sterilizzazione, la sterilizzazione, sterilizzare i, sterilizzarlo

αποστειρώνω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
esterilizar, esterilize, sterilize, esterilizá, esterilizar a

αποστειρώνω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
steriliseren, te steriliseren, steriliseer, gesteriliseerd, steriliseren van

αποστειρώνω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
обесплодить, прокипятить, стерилизатор, стерилизовать, стерилизации, стерилизуют, простерилизовать, стерилизуйте

αποστειρώνω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sterilisere, steriliser, steriliseres, sterilize, Sterilisér

αποστειρώνω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sterilisera, steriliseras, sterilisering, steriliserar, sterilize

αποστειρώνω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
steriloida, steriloidaan, steriloi, steriloimiseksi, sterilisoimaan

αποστειρώνω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
sterilisere, steriliseres, sterilisering, der steriliseres, at sterilisere

αποστειρώνω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
sterilizovat, sterilizaci, sterilizujte, sterilizace, nesterilizujte

αποστειρώνω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wyjaławiać, wysterylizować, sterylizować, sterylizacji, sterylizować w, sterylizowanie

αποστειρώνω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
sterilizálás, sterilizáljuk, sterilizálja, sterilizálni, sterilizálására

αποστειρώνω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sterilize etmek, sterilize, sterilize edin, steril, sterilizasyonu

αποστειρώνω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
стерилізуйте, стерилізувати, стерилізуватимуть

αποστειρώνω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
e bëj shterp, sterilizoj, bëj shterp, shterp, të bëj shterp

αποστειρώνω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
стерилизирам, стерилизира, се стерилизира, стерилизирайте, стерилизират

αποστειρώνω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
стэрылізаваць, стэрылізаванае, стэрылізаваныя

αποστειρώνω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
steriliseerima, idutustama, steriliseerida, steriliseeritakse, steriliseerimiseks

αποστειρώνω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sterilizirati, sterilizirajte, sterilizirajte u, sterilizira, sterilizaciju

αποστειρώνω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sótthreinsa, stýfa, að stýfa inngripin, stýfa inngripin, að stýfa

αποστειρώνω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sterilizuoti, sterilizuojama, sterilizuokite, Nesterilizuokite

αποστειρώνω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
sterilizēt, sterilizē, sterilizējiet, Nesterilizējiet

αποστειρώνω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
стерилизира, стерилизираат, стерилизирање, се стерилизираат, стерилизирате

αποστειρώνω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
steriliza, sterilizează, sterilizarea, se sterilizează, sterilizeze

αποστειρώνω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sterilizirajte, sterilizirati, sterilizacijo, sterilizira, sterilizirajo

αποστειρώνω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sterilizovať, sterilizujte, sterilizované, sterilizáciu, sterilizovat
Τυχαίες λέξεις