Wstrzykiwanie στα ελληνικά
Μετάφραση: wstrzykiwanie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ένεση, σύριγγα, έγχυση, ένεσης, ενέσιμο, έγχυσης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bierzmowanie στα ελληνικά - επιβεβαίωση, επιβεβαίωσης, την επιβεβαίωση, επιβεβαίωση της, βεβαίωση
- deszczowy στα ελληνικά - βρεγμένος, περιχύω, βροχερός, υγρός, βροχερή, βροχερές, βροχερό, ...
- dokądkolwiek στα ελληνικά - οπουδήποτε, όπου και, όπου κι, όπου είναι
- dżins στα ελληνικά - τζιν, τζην, jeans, τα τζιν
Τυχαίες λέξεις
Wstrzykiwanie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ένεση, σύριγγα, έγχυση, ένεσης, ενέσιμο, έγχυσης
Μεταφράσεις: ένεση, σύριγγα, έγχυση, ένεσης, ενέσιμο, έγχυσης