Λέξη: κράμπα

Σχετικές λέξεις: κράμπα

κράμπα στο στομάχι στην εγκυμοσύνη, κράμπα στην κοιλιά, κράμπα στο σαγονι, κράμπα στο πόδι, κράμπα στα δάχτυλα του ποδιού, κράμπα στο στομάχι, κράμπα στην γάμπα, κράμπα στον ύπνο

Συνώνυμα: κράμπα

σπασμός, τσεγκέλι, γάντζος, νευροκαβαλίκεμα

Μεταφράσεις: κράμπα

κράμπα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cramp, cramping, cramps, a cramp

κράμπα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
grapa, calambre, calambres, cramp, el calambre, calambre en

κράμπα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einklammern, zwinge, krampe, krampen, verkrampfen, krampf, Krampf, Krämpfe, cramp

κράμπα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
spasme, crampe, entraver, convulsion, serre-joint, gêner, embarrasser, serrer, crampon, agrafe, crampes, des crampes, la crampe, une crampe

κράμπα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
crampo, crampi, spasmo, cramp, i crampi

κράμπα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cãibra, cãibras, grampo, câimbra, cramp

κράμπα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kramp, klem, krampen, cramp, leverkwalen

κράμπα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
перекос, скоба, стиснуть, скреплять, скобка, сжимать, сжать, скрепа, стеснять, зажим, спазм, судорога, стискивать, судороги, спазмы

κράμπα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
krampe, cramp, kramper

κράμπα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hindra, kramp, cramp, kramper

κράμπα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
suonenveto, ahtaa, rajoittaa, kouristus, rajata, kramppi, cramp, kouristaa

κράμπα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
krampe, kramper, snære, cramp, skruetvinge

κράμπα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
křeč, hmoždinka, vadit, překážet, spona, skoba, křeče, křeče v, postihnout křečí

κράμπα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
krępować, kurcz, ograniczać, klamra, skurcz, przeszkoda, drętwienie, zwora, imadło

κράμπα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kapocsvas, satu, feszélyezett, nyomás, feszélyezettség, görcs, begörcsöl, görcsöt, befogóelem

κράμπα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kramp, cramp, krampı, kramp girdi, kenetlemek

κράμπα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
судорога, перекіс, стиснути, стискувати, стискати, судома, судоми

κράμπα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ngërç, shtrënguese, mpij, kufizim, ngushtoj

κράμπα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
спазъм, схващане, крамп, парализиращо въздействие, причинявам схващане

κράμπα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сутарга, курча, сутаргі, ці сутаргі

κράμπα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kramp, halvama, pitskruvi, Perrins, ja liigesevalud, krampi tõmbuvatele

κράμπα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
grč, klamfa, sputati, stega, skučiti

κράμπα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
krampa, vöðvakrampar

κράμπα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
spazmas, mėšlungis, pilvo diegliai, konvulsija, sukabinti

κράμπα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
krampji, spazma, krampjus, spazmas, kavēt

κράμπα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
грч, грчеви

κράμπα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
crampă, cârcel, crampe, crampa, cramp

κράμπα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
spona, skoba, krči, krč, krci, krče, cramp

κράμπα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
spona, skoba, kŕč, kŕče, krč
Τυχαίες λέξεις