Wstrzymywanie στα ελληνικά
Μετάφραση: wstrzymywanie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διακόπτω, διακοπή, παύση, σταματώ, παύσης, μικρή διακοπή, την παύση
Μεταφράσεις
- barwić στα ελληνικά - βάφω, χρώμα, κηλίδα, λεκιάζω, έγχρωμος, χρώματος, το χρώμα, ...
- dysocjować στα ελληνικά - αποσυνθέτω, σαπίζω, διαχωρίζω, διίστανται, διαχωρίσει, διαχωριστεί, αποσυνδεθεί
- gabriela στα ελληνικά - Gabriela, Γκαμπριέλα, η Gabriela, η Γκαμπριέλα
- gałka στα ελληνικά - μπάλα, καρφί, ιπποτροφείο, κουμπί, κουβάρι, μαρμάρινος, μάρμαρο, ...
Τυχαίες λέξεις
Wstrzymywanie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διακόπτω, διακοπή, παύση, σταματώ, παύσης, μικρή διακοπή, την παύση
Μεταφράσεις: διακόπτω, διακοπή, παύση, σταματώ, παύσης, μικρή διακοπή, την παύση