Wybuchnąć στα ελληνικά

Μετάφραση: wybuchnąć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκρήγνυμαι, εκραγεί, εκραγούν, να εκραγεί, να εκραγούν, εκρήγνυνται
Wybuchnąć στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • askorbinowy στα ελληνικά - ασκορβικό, ασκορβικού, το ασκορβικό, του ασκορβικού, -ασκορβικό
  • drewno στα ελληνικά - ξυλεία, δέντρο, ξύλο, ξύλου, ξυλείας, το ξύλο
  • futrzarz στα ελληνικά - γουναράς, furrier, γουναράδων, γουνοποιού, γούνα
  • głupiec στα ελληνικά - στουρνάρι, κούτσουρο, βλάκας, κοροϊδεύω, χαζός, μακαρονάδα, τούβλο, ...
Τυχαίες λέξεις
Wybuchnąć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκρήγνυμαι, εκραγεί, εκραγούν, να εκραγεί, να εκραγούν, εκρήγνυνται