Λέξη: μάγειρας
Σχετικές λέξεις: μάγειρας
μάγειρασ ρυζιού, μάγειρας διαγνωστικά, μάγειρασ γίνεσαι έκτορασ μποτρίνι, μάγειρας στο στρατό, μάγειρασ γίνεσαι, μάγειρασ κυριάκοσ, μάγειρασ εύβοια, μάγειρας φραγκούλης, μάγειρας μενεγάκη, μάγειρας θεσσαλονίκη
Συνώνυμα: μάγειρας
μαγείρισσα, μάγειρος
Μεταφράσεις: μάγειρας
μάγειρας στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cook, chef, a cook
μάγειρας στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
hervir, guisar, cocer, cocinera, cocinero, cocinar, de Cook, cocción
μάγειρας στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
küchenchefin, koch, küchenchef, kochen, chefköchin, köchin, chefkoch, fälschen, Koch, Köchin
μάγειρας στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
cuisinier, cuisez, cuisiner, truquer, cuisinière, cuisinez, cuisinons, cuis, bouillir, cuisinent, fricoter, chef, cuisent, patron, cuire, préparer, cuisson, Cuire, cuisine
μάγειρας στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
cucinare, cuocere, cuoco, Cook, cuoca, cottura
μάγειρας στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cozer, chefe, cozinhar, cozinheiro, cozinheira, cook, Cozinhe
μάγειρας στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kokkin, chefkok, keukenmeid, koken, chef, kok, Cook, Kook
μάγειρας στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
повариха, шеф, кашевар, поварих, кухарка, стряпать, кулинар, гарнировать, варить, стряпуха, кок, сварить, настряпать, готовить, повар
μάγειρας στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kokk, cook, kokken, koke, Stek
μάγειρας στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kock, koka, Cook, kocken, laga mat, Koka
μάγειρας στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kokki, keittää, sormeilla, käpälöidä, Cook, Cookin, Kypsennä, laittaa ruokaa
μάγειρας στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kok, koge, cook, kokken, Kog, Cooks
μάγειρας στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vařit, navařit, připravit, kuchařka, šéf, kuchař, Cook, vaříme
μάγειρας στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
mistrz, kuchmistrz, szef, kucharz, fałszować, ugotować, gotować, cook, kucharzem
μάγειρας στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szakács, séf, mellékmegfejtés, hajószakács, Cook, szakácsnő, szakácsnak
μάγειρας στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
pişirmek, aşçı, Cook, bir aşçı, yemek, Mutfak
μάγειρας στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
варити, шеф-кухар, готувати, куховар, повар, куховарити, зварити, кухар
μάγειρας στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gatuaj, kuzhinier, kuzhinier i, Gjellëbërësi, kuzhinieri
μάγειρας στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
готвач, Кук, Cook, готвачка, готвя
μάγειρας στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
гатаваць, кухар, повар
μάγειρας στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
keetma, peakokk, kokk, küpsetama, Cook, Cooki, koka, süüa
μάγειρας στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kuhar, kuhati, kuharica, kuhanje, Cook, Kuhajte
μάγειρας στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
matbúa, matreiðslumaður, elda, Cook, kokkur, að elda, Kokkurinn
μάγειρας στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
virėjas, virti, Cook, virėja, Kuko, virėjo
μάγειρας στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pavārs, virēja, gatavot, pavāra, cook, pavāram
μάγειρας στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
готвачот, Кук, Гответе, готвач, готви
μάγειρας στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
coace, bucătar, bucatar, cook a, bucătăreasă, bucatareasa
μάγειρας στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kuharica, kuhati, kuhar, cook, kuharja, kuhamo
μάγειρας στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kuchár, Chef, šéfkuchár
Στατιστικά δημοτικότητας: μάγειρας
Τυχαίες λέξεις