Wyczarować στα ελληνικά

Μετάφραση: wyczarować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξορκίζω, πλάθω, να πλάθω, δημιουργήσει επάνω, αναπολώ, επικαλούμαι
Wyczarować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • alchemia στα ελληνικά - αλχημεία, αλχημείας, η αλχημεία, την αλχημεία, alchemy
  • czarowny στα ελληνικά - νεράιδα, γοητευτικός, σαγηνευτικός, λαμπερό, λαμπερή, γοητευτική
  • demotyczny στα ελληνικά - δημοτική, δημοτικής, δημοτικά, δημοτικών, τη δημοτική
  • indagacja στα ελληνικά - ανακριτικός, προβληματισμός, αμφισβήτηση, ανάκριση, ανάκρισης, ανακρίσεις
Τυχαίες λέξεις
Wyczarować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξορκίζω, πλάθω, να πλάθω, δημιουργήσει επάνω, αναπολώ, επικαλούμαι