Wyczarować στα ελληνικά
Μετάφραση: wyczarować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξορκίζω, πλάθω, να πλάθω, δημιουργήσει επάνω, αναπολώ, επικαλούμαι
![Wyczarować στα ελληνικά Wyczarować στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-pl-gr-35969.png)
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- alchemia στα ελληνικά - αλχημεία, αλχημείας, η αλχημεία, την αλχημεία, alchemy
- czarowny στα ελληνικά - νεράιδα, γοητευτικός, σαγηνευτικός, λαμπερό, λαμπερή, γοητευτική
- demotyczny στα ελληνικά - δημοτική, δημοτικής, δημοτικά, δημοτικών, τη δημοτική
- indagacja στα ελληνικά - ανακριτικός, προβληματισμός, αμφισβήτηση, ανάκριση, ανάκρισης, ανακρίσεις
Τυχαίες λέξεις
Wyczarować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξορκίζω, πλάθω, να πλάθω, δημιουργήσει επάνω, αναπολώ, επικαλούμαι
Μεταφράσεις: εξορκίζω, πλάθω, να πλάθω, δημιουργήσει επάνω, αναπολώ, επικαλούμαι